- μετέσχηκεν
- сделался часть
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
μετέσχηκεν — μετέχω partake of plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) μετέχω partake of perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)